- ακτόδρομος
- ο (Στρατ.)διάδρομος σε αμμώδη ακτή στρωμένος με πλέγμα συρματόσχοινων ή εύκαμπτες ελαστικές λωρίδες για τη διακίνηση τροχοφόρων οχημάτων. Οι ακτόδρομοι χρησιμοποιούνται κυρίως σε περιπτώσεις αποβατικών επιχειρήσεων και κατασκευάζονται από το Μηχανικό τού Στρατού.
Dictionary of Greek. 2013.